Ο Βαγγέλης Κυνηγαλάκης παρουσιάστηκε στην Υπηρεσία Φάρων το 1957 και συνταξιοδοτήθηκε το 1987. Έγινε φαροφύλακας αρχικά για να αυτοσυντηρηθεί και λίγο αργότερα για να μπορέσει να ζήσει την οικογένεια που έκανε, αλλά ποτέ δεν χάρηκε όσο θα ήθελε.
Άλλαξε πέντε φάρους κι έζησε πέντε διαφορετικές ζωές, όλες στην απομόνωση. Σε καιρούς δύσκολους, πριν οι φάροι γίνουν αυτόματοι, εκείνος έμενε άγρυπνος με έναν και μόνο σκοπό: να μην σβήσει το φως τους, για να μπορούν τα πλοία να αρμενίζουν με ασφάλεια. Ήταν ο τελευταίος που άναψε τον φάρο στον Καβομαλιά πριν τον φωτίσουν με ηλιακό τροφοδότη, επιδιόρθωνε τον μηχανισμό όταν χαλούσε, τον συντηρούσε, τον καθάριζε και διατηρούσε τον φάρο αναμμένο ακόμη και στις μεγαλύτερες θεομηνίες, όταν τα κύματα έφταναν τα ογδόντα μέτρα και έσπαγαν τα τζάμια. Άλλα δύο χρόνια έζησε στον φάρο Φολεγάνδρου, έναν χρόνο στο Ταίναρο στη Μέσα Μάνη, κάποιους μήνες στα Αντικύθηρα, τον τόπο καταγωγής του, και τέσσερα χρόνια στα Κύθηρα, απ” όπου και συνταξιοδοτήθηκε.
Έζησε μια ζωή σκληρή, όμως, ακόμη και αν ο αγώνας του στους φάρους συνεχιζόταν νυχθημερόν, δεν μετάνιωσε ούτε λεπτό για την επιλογή του. Ήταν τόσο μεγάλη η συνεχής αγωνία του, που σχεδόν 25 χρόνια μετά επιστρέφει ως εφιάλτης και στοιχειώνει τα βράδια του: αναστατώνεται και ξυπνάει ιδρωμένος επειδή ονειρεύεται ότι έσβησε ο φάρος.
Όταν τον έστειλαν το ’57 στον ζόρικο φάρο του Κάβου Μαλιά προσπάθησε τρεις φορές να τον προσεγγίσει από την θάλασσα - όλες αποτυχημένες. Τρεις μέρες του πήρε να φτάσει εκεί, μετά από περιπέτειες και τη βοήθεια των κατοίκων της περιοχής. Ο δρόμος από τη Νεάπολη στα Βελανίδια, ένα κοντινό χωριό στον Κάβο, ήταν βατός. Από εκεί, ένας κατσικόδρομος οδηγούσε στον φάρο μετά από ένα τρίωρο πεζοπορίας. Πολλές φορές σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, τα κύματα έσκαγαν στο δρόμο και αναγκαζόταν να κάνει ακόμη μεγαλύτερο δρόμο από τα κατσάβραχα. Τις περισσότερες, φορτωμένος με πράγματα.
Είχε γίνει εξπέρ στο να καταγράφει τις καιρικές συνθήκες, τα μποφόρ, την κατεύθυνση του ανέμου και τα κύματα της θάλασσας, τόσο που ενημέρωνε με μεγάλη ακρίβεια την Υδρογραφική Υπηρεσία. Παρά τις χιλιάδες αντιξοότητες και την ξεκομμένη από τον κόσμο ζωή, κατάφερε να κάνει οικογένεια. Στα Βελανίδια γνώρισε τη γυναίκα του, αρραβωνιάστηκαν και σε λίγο καιρό παντρεύτηκαν κι έκαναν δύο παιδιά, τις δύο μεγαλύτερες χαρές στη ζωή του. Όμως το ’97 έχασε τον δευτερότοκο σε αυτοκινητικό δυστύχημα και στον φάρο πέρασε μόνος του την αβάσταχτη στενοχώρια.
Ο Βαγγέλης Κυνηγαλάκης έζησε πολλές φουρτούνες στον φάρο, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κι έχασε πολλά πράγματα από τη ζωή του. Λόγω δουλειάς έχασε τις τελευταίες στιγμές και τους θανάτους των δικών του ανθρώπων, τις εγκυμοσύνες της συζύγου του αλλά και τις καθημερινές χαρές των παιδιών του.
Όπως ο ίδιος παραδέχεται, η γυναίκα του πάσχιζε μόνη. Η μοναξιά έγινε σε πολλές περιπτώσεις συνώνυμο της θλίψης, όμως τις περισσότερες φορές τον όπλιζε με δύναμη. Με αυτή την αστείρευτη δύναμη ψυχής που ακτινοβολεί ακόμη και σήμερα και τον κάνει να μοιάζει μια εικοσαετία μικρότερο.
«Ο φάρος είναι κτισμένος στο ανατολικό μέρος του Κάβου όπου έχει μεγάλες θαλασσοταραχές, φουρτούνες και κύματα θεόρατα που έχουν μείνει στην ιστορία. Οι αρχαίοι λέγανε το ρητό του Στράβωνα: «Μαλέαν δε κάμψας, επιλάθου των οίκαδε», δηλαδή «όταν αποφασίσεις να περάσεις τον Κάβο Μαλιά, ξέχνα πως έχεις οικογένεια».
Ο φαροφύλακας είναι καταδικασμένος να ζει στην ερημιά. Εγώ, δεν ευχαριστήθηκα την οικογένειά μου γιατί έλειπα τον περισσότερο καιρό από το σπίτι. Όταν πήγαινα, από το ξενύχτι και την ταλαιπωρία, λέγανε τα παιδιά στην μητέρα τους «μαμά, το πρόσωπο του μπαμπά είναι αγριεμένο». Σε μια - δυο μέρες γαλήνευε και ηρεμούσε. Τους έλειπα και μου λείπανε. Η μητέρα τους μόνη της πάλευε την κατάσταση. Ήταν καλή η φουκαριάρα η γυναίκα μου. Αγωνίστηκε, τα μόρφωσε και τα έκανε ανθρώπους.
Τα καλοκαίρια έφερνε τα παιδιά στον φάρο και έμεναν για μια βδομάδα. Δεν μπορούσαν να κάτσουν για πολύ, επειδή πίναμε βρόχινο νερό που μάζευα σε μια μικρή δεξαμενή και δεν επαρκούσε. Ο χώρος δεν ήταν ο ιδανικός για να στεγάσει οικογένεια, είχε τρία μικρά δωματιάκια για τους φύλακες. Τα παιδιά, όμως, ψαρεύανε με τη βαρκούλα, κολυμπούσαν και χαίρονταν. Και υλικά πράγματα στερηθήκαμε πολλά. Το νερό της στέρνας ήταν σχεδόν βραστό το καλοκαίρι, και μέχρι τη δικτατορία δεν είχαμε ψυγείο. Μετά έφεραν ένα που λειτουργούσε με φωτιστικό πετρέλαιο και σωθήκαμε. Και ψωμί μουχλιασμένο φάγαμε και δεν το είχαμε ούτε αυτό πολλές φορές.
Δεν έβαζα ποτέ κακό στο μυαλό μου. Ποτέ δεν φοβόμουν. Ακόμα κι όταν ο συνάδελφος έπρεπε να φύγει και έμενα και τρία βράδια μόνος μου. Έμενα όλη τη νύχτα άγρυπνος -όταν είσαι μόνος δεν πρέπει να κοιμηθείς ούτε λεπτό, το πέλαγος είναι γεμάτο με πλοία και καράβια. Είχα μια αίσθηση ότι μια δύναμη με προστατεύει. Δεν μου περνούσε καν από το μυαλό ότι μπορώ να πάθω κάτι κακό, ενώ κι αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να συμβεί. Μια μέρα ήρθε ο τσοπάνης με τα πρόβατά του στον φάρο και μου είπε «χτες η γυναίκα σου έφερε το ταξί από τη Νεάπολη κι έφυγε για Αθήνα γιατί έχει άρρωστο το παιδί». Ήταν δύο χρονών το παιδί μου τότε. Δεν είχαμε ακόμα τηλέφωνο στον φάρο. Το ’81 ο πατέρας μου έπαθε διάτρηση στομάχου. Την ίδια νύχτα πέθανε ο καημένος. Δεν ήμουν εκεί, δεν πρόλαβα.
Η ζωή γενικά του φαροφύλακα είναι πολύ δύσκολη. Τότε έπρεπε να το σκεφτεί πολύ καλά κάποιος πριν αποφασίσει να πάει. Τώρα οι φάροι είναι αυτόματοι και δεν έχουν τόσο μεγάλη ευθύνη. Λειτουργούν, αλλά δεν είναι τόσο απαραίτητοι στα πλοία. Τα πλοία έχουν εξοπλιστεί με όργανα που κάνουν αυτή τη δουλειά. Τα ραντάρ εντοπίζουν τα πάντα.
Σήμερα λειτουργεί μόνος του ο φάρος, ενώ τότε, εμείς τον ανάβαμε, εμείς τον σβήναμε. Λειτουργούσε με φωτιστικό πετρέλαιο και με αμίαντο φωτοβολίδα. Πάθαινε βλάβες συνέχεια, με το κρύο τον χειμώνα πάγωνε το πετρέλαιο, έπρεπε να είσαι σε αναμονή για το χειρότερο 24 ώρες το 24ωρο. Το πρόγραμμά μας κανονικά ήταν: μια εβδομάδα στον φάρο και μια έξω. Πολλές φορές και δύο μέσα-μία έξω. Αλλά ποτέ δεν ήταν πλήρες το προσωπικό. Όταν ήμασταν τρεις, έβγαινε ένας. Γύριζε αυτός και έβγαινε πάλι ένας. Όταν ήμασταν δύο, δεν μπορούσε να λείψει κανείς δικαιολογημένα. Η υπηρεσία δεν επέτρεπε να μείνει ένας μόνος του στον φάρο, ασχέτως αν εμείς το κανονίζαμε μόνοι μας, ανάλογα με τις ανάγκες μας, για να εξυπηρετηθούμε. Θυμάμαι πολλά πράγματα και το στομάχι μου ανακατεύεται. Τους συναδέλφους που υπηρετήσαμε μαζί και οι πιο πολλοί έχουν τώρα πεθάνει. Τις δυσκολίες που αντιμετώπισα τριάντα χρόνια και κάτι μήνες, πραγματικής υπηρεσίας στις ερημιές. Το χειρότερο όμως που σκέφτομαι είναι οι αρρώστιες. Αυτό με καταβάλλει. Αν ξέρεις ότι ένας άνθρωπος ή ακόμη πιο πολύ, το παιδί σου, είναι άρρωστο και δεν μπορείς να κάνεις τίποτε, σε κάνει να νιώθεις αλυσοδεμένος. Αυτό το αισθάνομαι ακόμη και σήμερα, όταν σκέφτομαι τις στενοχώριες που περάσαμε στην οικογένεια. Τα περισσότερα εν απουσία μου, γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Υπήρχαν συνάδελφοι που τρώγονταν με τα ρούχα τους. Και η μοναξιά σε κάνει πολλές φορές να συμπεριφέρεσαι σαν αγρίμι. Είναι πολλοί που λένε ότι δεν μπορούν να ζήσουν στην ερημιά όχι για χρόνια, ούτε για έναν μήνα. Αλλά, η ανάγκη σε κάνει να διαμορφώσεις το χαρακτήρα σου και να κάνεις αυτό που πρέπει.
Έζησα στην ερημιά τα περισσότερά μου χρόνια και τη νοσταλγώ πολλές φορές. Δεν αντέχω την πολύ κίνηση και την οχλαγωγία. Αν υπήρχε νερό εκεί πέρα, μια πηγή ας πούμε, θα μπορούσα να πάω το καλοκαίρι να μείνω για έναν δύο μήνες. Να ησυχάσει το μυαλό μου».
Κάβος Μαλιάς. Βρίσκεται στα ΝΑ της Πελοποννήσου, στο νομό Λακωνίας. Είναι το δεύτερο νοτιότερο σημείο της ηπειρωτικής Ελλάδας μετά το ακρωτήριο Ταίναρο. Από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή, αποτελεί σημαντικό ναυτικό πέρασμα, που είναι επικίνδυνο λόγω των συχνών εναλλαγών του καιρού και των τοπικών ανέμων μεγάλης έντασης, οι οποίοι προκαλούν τις συνηθισμένες για την περιοχή φουρτούνες. Το ακρωτήρι φέρει το μέγιστο βάρος για τις αλλαγές στην πορεία πλοίων που κατευθύνονται από τη Δυτική Μεσόγειο προς Πειραιά, Θεσ/κη, Δαρδανέλια, Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ρωσία, Γεωργία, Αρμενία και αντίστροφα.
Το 1883 ανεγέρθηκε στην περιοχή ένας από τους πιο σημαντικούς φάρους στο ελληνικό φαρικό δίκτυο, ο πετρόκτιστος φάρος του Καβομαλιά, με ύψος πύργου τα 15 μέτρα (40 μέτρα πάνω από τη θάλασσα) και απόσταση φωτοβολίας τα 40 μίλια.
Η αυτοματοποίηση των φάρων λόγω της εξέλιξης των τηλεπικοινωνιών και ακόμη περισσότερο, των δορυφορικών επικοινωνιών οι οποίες αυτονόμησαν τα πλοία, υποβάθμισε σταδιακά τον ρόλο των 120 παραδοσιακών φάρων. Μέχρι το 1980 η Υπηρεσία Φάρων απασχολούσε 320 φαροφύλακες, που εκτός των άλλων συντηρούσαν τους φάρους και προλάμβαναν υλικές ζημιές. Σήμερα, ο αριθμός των φαροφυλάκων δεν ξεπερνά τους 70 και το ελληνικό φαρικό δίκτυο ερημώνει ανεπανόρθωτα. Οι σύγχρονες πηγές ενέργειας των φάρων είναι η ηλιακή ενέργεια, η ασετιλίνη και το ηλεκτρικό ρεύμα της ΔΕΗ. Αυτό σημαίνει ότι η δουλειά του φαροφύλακα, όπου κρίνεται αναγκαία, έχει γίνει πολύ πιο εύκολη αλλά σε πολλές περιπτώσεις έχει ακόμη το ίδιο τίμημα, την απομόνωση.
Πηγή: www.lifo.gr Φωτ.: Γιάννης Κάσσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου